Ανθολογία Κινεζικής ποιήσεως – μετ. Άρης Δικταίος (μέρος 2/3)

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Το α’ μέρος του αφιερώματος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ

Το 24grammata.com παρουσιάζει  για πρώτη φορά στο διαδίκτυο (ελληνική γλώσσα) τους πιο σημαντικούς Κινέζους ποιητές.

επιμέλεια, παρουσίαση: Γιώργος Πρίμπας

18 αιώνες Κινέζικης ποίησης

Άρης Δικταίος (1919-1983)

Ο Άρης Δικταίος (πραγματικό όνομα Κώστας Κωνσταντουλάκης) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το 1938 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε ως το 1940, οπότε επιστρατεύτηκε. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε στην Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1945 και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στον Τύπο και το ραδιόφωνο, ως συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας από το 1946 ως το 1951. Μαθητής Γυμνασίου ακόμα δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό Νέα Γράμματα και το 1935 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες. Είχε προηγηθεί η αποκηρυγμένη ποιητική συλλογή Στα κύματα της ζωής (1934). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νεοελληνικά Γράμματα, Νέοι Ρυθμοί, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Νέα Πορεία κ.α. Ιδιαίτερα ογκώδες είναι το δοκιμιακό και μεταφραστικό του έργο, ενώ εξέδωσε επίσης ποιητικές και λογοτεχνικές ανθολογίες. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1956 από κοινού με το Γιάννη Ρίτσο και το Παράσημο του Α΄ Βαθμού των Γραμμάτων Κύριλλου και Μεθόδιου από την βουλγαρική κυβέρνηση (1977). Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Η ποίηση του Άρη Δικταίου τοποθετείται στη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά της λογοτεχνίας μας, με έντονα τα στοιχεία της υπαρξιακής αγωνίας και επιρροές από τη λογοτεχνική και φιλοσοφική παραγωγή του Jean Paul Sartre. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άρη Δικταίου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Άρης Δικταίος», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.68-71. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Γιαλουράκης Μανώλης, «Δικταίος Άρης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και χ.σ., «Δικταίος Άρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.

Περισσότερα (και πηγή): http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=161

 

_____________________

Μια ανθολογία και ιδιαίτερα όταν αυτή φιλοδοξεί σε μόλις 140 σελίδες να δώσει ότι μπορεί από το στίγμα της εξέλιξης του ποιητικού λόγου ενός λαού σε διάστημα 2.300 χρόνων, δεν ανθολογείται. Το έργο είναι πολύ μεγάλο και θα παρουσιαστούν τα ποιήματα, από την εν λόγω συλλογή, τριών πολύ μεγάλων ποιητών. Σήμερα της ποιήτριας Tsai Yen (3ος αιώνας μ.Χ.) και τις επόμενες δυο βδομάδες δυο ποιητών από την κλασική εποχή της κινεζικής ποίησης (618-960 μ.Χ.). Η μετάφραση έγινε από αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις. Το ποιητικό αποτέλεσμα όπως μας το προσφέρει ο Άρης Δικταίος μόνο ως κάτι το μη επίκαιρο δε μπορεί να θεωρηθεί  (Γιώργος Πρίμπας).

Li Po (701-762 μ.Χ.)

 

Νόστος.

Μπρος στην κλίνη μου απλώνεται το φως της σελήνης,

κι αναρωτιέμαι μη κ’ έστρωσε το πάτωμα η πάχνη.

Το κεφάλι σηκώνω, κοιτώ το φεγγάρι, το χαμηλώνω πάλι

και τον μακρυνό τόπο μου σκέφτομαι με θλίψη.

 

Ο κόσμος μου.

Όταν με ρωτούν, στο πράσινο βουνό γιατί μένω,

γελώ και δεν αποκρίνομαι, με την ψυχή μου γαλήνια.

Αλλ’ όταν της ροδακινιάς τ’ άνθη το ρέμμα ακλουθάνε,

ο κόσμος μου δεν είναι πια ο κόσμος των ανθρώπων.

 

Νύχτα με σελήνη στο ποτάμι.

Αργά σηκώνεται ή αύρα πάνω στο ποτάμι· πλάι

στη λίμνη, μελαγχολικά δέντρα ανατριχιάζουν.

Ανεβαίνω στην πρώρα, μες στην όμορφη, σιωπηλή νύχτα.

Απλώνουν τις ψάθες κ’ η αλαφριά βάρκα με ορμή πλέχει.

Τη φυγή των σκοτεινών βουνών ακολουθεί ή σελήνη,

το νερό κυλάει μαζί με τον ουρανό τον γαλάζιο,

όμοια βαθύ με το αναστρεμμένο τ’ ουρανού ποτάμι.

Δε φαίνεται τίποτα, παρά μόνον ο ίσκιος, –

ίσκιος πηχτός από σύννεφο μαζί και δέντρο.

 

Του γυρισμού είναι μακρύς, μακρύς, ο δρόμος·

του ποταμού η απεραντότητα πολύ θλιβερή ‘ναι.

Είμαι μονάχος, των ορχιδέων σβήνουνε τ’ άνθη,

τη θλίψη μου του ψαρά το τραγούδι μου θυμίζει.

Η απότομη καμπή κρύβει την όχθη πίσωθε μου,

η φωτεινή άμμος σημαδεύει σκόπελο μπροστά μας.

Κύριε, τα μάτια μου πια δε σας αγκαλιάζουν·

σας συλλογούμαι, και το βλέμμα μου χαμένο

μες στην απόσταση, την πολλή θλίψη μου σπουδάζει.

 

Βαρκαρόλα.

Η βάρκα μου είναι από ξύλο σαντάλ κ’ έχει τιμόνι από μανόλια.

Πρύμη και πλώρη κάθονται μουσικοί με φλάουτα από νεφρίτη.

Τι ευφροσύνη, πλάι μου έχοντας νέες τραγουδίστριες κ’ ένα

μπουκάλι με γλυκό κρασί, να λικνίζωμαι εδώ κ’ εκεί, στην τύχη,

πάνω στη ράχη των κυμάτων, σαν τον ταοϊστή άγιο πού ταξιδεύει

στη ράχη του κίτρινου λελεκιού του, μες στον αέρα, και τόσον

ελεύθερος όσο κι ο τρίτων που άσκοπα τρέχει πίσω από τους γλάρους.

Τα τραγούδια του Κ’ υ Γυάν πάντα είναι σαν τον ήλιο κι όπως το φεγγάρι:

από τα παλάτια και τους πύργους των Τσ’ Ου βασιλιάδων

δεν απόμεινε ούτε ίχνος στα βουνά. Μ’ αν ο πλούτος κ’ ή φήμη

μπορούσαν να διαρκούν αιώνια, ο ποταμός Χαν θ’ άλλαζε ρέμμα.

 

Αποχαιρετισμός σε πανδοχείο του Κιν Λίνγκ.

Η αύρα φυσά τις ανθηλίδες της Ιτιάς, κ’ οί άνθηλίδες

το πανδοχείο πλημμυρίζουνε με την ευωδιά τους.

Η σερβιτόρα από το Boυ κερνά κρασί τους ξένους

και τους προσκαλεί να γευτούνε το κρασί του τόπου.

Τα ντόπια παλληκάρια ήρθανε να συνοδεύσουνε τον ξένο.

Είμαι έτοιμος να ξεκινήσω, μα κοντοστέκομαι λίγο,

έχουμεν ώρα ακόμη, κι όλοι τις κούπες των αδειάζουν.

Κύριοι, μπορώ να σας ρωτήσω τί ‘ναι πιο μεγάλο, – το ποτάμι

που κατά την ανατολή κυλάει ή του χωρισμού η θλίψη;

 

Τα κοράκια κρώζουν μες στη νύχτα.

Κοντά στην πόλη τα κοράκια μαζεύονται ανάμεσα στα σύννεφα της κίτρινης σκόνης

και στριφογυρίζουνε κρώζοντας και φωνάζουν στά κλαριά πάνω κουρνιασμένα.

Μια νέα γυναίκα στον αργαλειό της κεντά με ασημένιο και χρυσαφί μετάξι ˙

σα σύννεφο καπνός μια γαλάζια κουρτίνα σκεπάζει το παράθυρο της. Αίφνης

παρατά τη σαΐτα της, και το σύζυγο της, που μακρυά είναι, λυπημένη συλλογάται

μόνη στην άδεια κάμαρα της, και το υφαντό της η νοσταλγία της η πικρή μουσκεύει.

 

 

 

Η Σι Χυ.

Την ώρα που εκουρνιάζαν τα κοράκια

στον πύργο του Κου – σού,

της όμορφης Σι Χυ οι χοροί είχαν

τον βασιλιά μεθύσει κιόλας.

 

Πίσω από πράσινους λόφους χάθηκεν ο ήλιος·

η ασημένια βελόνα της κλεψύδρας

απ’ ώρα πώς ή νύχτα έφτασε δείχνει.

Βυθίστηκε η σελήνη στα νερά του Κιάνγκ,

το αγιάζι της αυγής έσβησε τ’ άστρα

κι ακούραστη ή Σι Χυ χορεύει ακόμη.

 

Δίπλα στον βασιλιά κοιμάται τώρα,

κι ο ίσκιος ενός ανθού ροδακινιάς

χορεύει απάνω στην παρειά της.

 

Μικρή γιορτή.

Παίρνω μισό μπουκάλι κρασί, στ’ άνθη

να το πιώ ανάμεσα. Πίνω μονάχος

δίχως κανένα φίλο. Την κούπα μου, όπως

σηκώνω, προσκαλώ τη φωτεινή σελήνη.

Κ’ είμαστε τρεις, μαζί με τη σκιά μου.

Αν κ’ ή σελήνη δεν ξέρη να πίνη

κ’ η σκιά μου να με ακλουθή μονάχα

ξέρει, συντρόφους της στιγμής τους κάνω.

 

Η χαρά μας περαστική όπως η άνοιξη είναι.

 

Τραγουδώ κ’ ή σελήνη πάει και πάει, κ’ ή σκιά μου

χειρονομεί την ώρα πού χορεύω. Άλλα

τον καλό συμπότη η ορθοφροσύνη κάνει.

Μόλις αρχίζει να γυρίζη το κεφάλι

ώρα είναι να χωρίσουν κ’ οι συνδαιτυμώνες.

 

Η σελήνη στο σπίτι μου με συνοδεύει

κ’ η σκιά μου μ’ ακλουθεί σαν πιστή φίλη.

 

Το προσεχές ραντεβού μας στον ουράνιον όχτο.

 

Ερωτική θλίψη.

Όταν ήσουν κοντά μου γιόμιζα λουλούδια το σπίτι.

Τώρα πού λείπεις, το κρεββάτι μου είναι έρημο, και πάνω

στο κρεββάτι είναι τυλιγμένη ή κεντητή κουβέρτα.

Ο ύπνος δεν έρχεται να μου σφαλήση τα μάτια.

 

Τρία χρόνια λείπεις και το άρωμα σου με κυνηγά ακόμα,

πλανιέται γύρω μου, με πιέζει: που είσαι, αγαπημένη;

Στενάζω, κι απ’ τα κλαδιά, κιτρινισμένα πέφτουνε τα φύλλα·

κλαίω, κ’ η λευκή δροσιά στο γρασίδι τδ χλοερό σπιθίζει.

 

Νοσταλγία.

Στα μέρη του Boυ τα φύλλα της μουριάς πρασίνισαν πάλι

και τρεις φορές κιόλας οι μεταξοσκούληκες αποκοιμήθηκαν.

Αναρωτιέμαι ποιος, στην ανατολική Λούου, όπου ‘ναι η φαμιλιά μου,

να σπέρνη τα χωράφια μας. Δε μπορώ έγκαιρα να γυρίσω πίσω

για τις δουλειές της άνοιξης, και δε μπορώ να κάνω

τίποτα χρήσιμο, ταξιδεύοντας πάνω στο ποτάμι.

 

Ο νοτιάς κάνει το νου μου ν’ αλητεύη, βασανίζοντας τον

από τη νοσταλγία, και να τον φέρνη στης φαμίλιας μου το σπίτι.

Στην ανατολική πρόσοψη του σπιτιού μου βλέπω

μια ροδακινιά, πού το πυκνό της φύλλωμα και τα κλαδιά της

κυματίζουνε μες στη γαλαζοχρώματη καταχνιά.

Είναι το δέντρο πού φύτεψα, πάνε τρία χρόνια πια, πριν φύγω.

Μεγάλωσε και τώρα φτάνει πια ως τη στέγη· όλα αυτά τα χρόνια

που εγώ μακρυά ταξίδευα, μεγάλωσε κι αψήλωσε ως τη στέγη.

 

Ρίνγκ – γιάνγκ, εγγόνα μου όμορφη, δίπλα της σε θωρώ να στέκης

κ’ ένα κλαδί να κόβης ανθισμένο. Δρέπεις λουλούδια και δεν είμαι

εκεί – και τα δάκρυα σου ρυάκι τρέχουνε πάνω στα λουλούδια.

Πο Τσιν, αγαπημένε γιε μου, τώρα θα φτάνης στης αδερφής σου

τον ώμο, μαζί βγήκατε από το σπίτι για να πάτε κάτω

απ’ τη ροδακινιά. Μα ποιος θα σας χτυπήση χαϊδευτικά την πλάτη;

 

Αχ, μόνο πού τα σκέπτομαι όλα αυτά χάνω το νου μου

και την καρδιά πικρή θλίψη καθημερνά μου τη ραγίζει.

Έσκισα ένα μεγάλο κομμάτι μεταξωτό από το χαρτί μου

για να σας γράψω αυτό το γράμμα και για να σας στείλω

την αγάπη μου από το μεγάλο δρόμο όπου ανηφορίζει το ποτάμι.

 

Χωρισμός από τον Μενγκ Χάο Ιάν.

Ο φίλος μου στου Λελεκιού του Κίτρινου μ’ αφήνει το Περίπτερο.

Πάει κατά το Γιανγκ Κιόου, μες στις αχλές και μέσα στ’ άνθη

του τρίτου φεγγαριού. Ο μακρυνός ίσκιος του μοναχικού πανιού του

χάθηκε μέσα στο γαλάζιο. Και, μονάχα,

στα σύνορα τ’ ουρανού, κυλά το Μεγάλο Ποτάμι.

 

Θρήνος.

Η καινούργια είναι όπως τ’ άνθος αξιολάτρευτη,

πλην η παλιά είναι στέρεη καθώς ο νεφρίτης.

Πώς να συγκρατηθή, χορευτικό, τ’ άνθος, δεν ξέρει.

Γνήσιος, αμάλαγος, ο νεφρίτης ποτέ δεν αλλάζει.

 

Η σημερινή παλιά, κάποτε ήταν κ’ εκείνη καινούργια,

και κάποτε παλιά κ’ η καινούργια θα γίνη.

Δήτε και της βασίλισσας Κιέν το χρυσό παλάτι:

τις σιωπηλές κουρτίνες του έχει ράψει ή αράχνη.

 

 

 

Η κοπέλα από το Γιου Τσόου.

Ήρθε ο Δεκέμβρης. Δήτε πόσο είναι σκεφτική η κοπέλλα απ’ το Γιου Τσόου.

Δεν τραγουδά, δε χαμογέλα πια: τα όμορφα εβένινά της φρύδια έχει ζαρώσει.

Στέκει στην πόρτα της, κοιτάζει τους περαστικούς και συλλογιέται

αυτόν που υπόφερε σκληρά απ’ το κρύο, πέρα από το Μεγάλο Τείχος,

αυτόν που στη μάχη έπεσε και που ποτέ δε θα γυρίση.

Μες στο χρυσό κουτί, με τις γραμμές τις τίγρινες, που τα θυμητικά της

φυλάσσει, ένα ζευγάρι σαΐτες είναι, με άσπρα φτερά, μέσα στη σκόνη

που μάζεψαν τα χρόνια, κι ανάμεσα σε κουρέλια αραχνιασμένα.

Ω της αγάπης τα όνειρα πού όλα χάθηκαν, τι θλίψη ξυπνούνε!

Και, τα κειμήλια τούτα, ένα – ένα, προσάναμα στη φωτιά τα ρίχνει.

Του Κίτρινου Ποταμού τις πλημμύρες συγκρατείς μ’ ένα φράγμα,

μα όταν φυσά βοριάς, όταν φυσά βοριάς και πέφτει χοντρό χιόνι,

τις θλίψεις της ερημικής σου καρδίας πως να τις απαλύνης;

 

Ανοιξιάτικες σκέψεις.

Οι χλόες του Γιέν τρυφέραναν σαν πράσινο μετάξι,

τα μούρα του Κιν κρέμονται στα φύλλα τους ανάμεσα.

Είναι ο καιρός που σκέφτομαι του γυρισμού τη μέρα,

στιγμή που η βαριά θλίψη μου, μου γίνεται ανυπόφορη.

Δικός μου φίλος ο άνεμος δεν είναι ο ανοιξιάτικος, –

γιατί μπαίνει απ’ τις τούλινες κουρτίνες μες στο σπίτι μου;

 

Πηγή.

Λαχταρώ το γέρσιμο αυτού του ηλίου πού βασιλεύει,

αγαπώ την αγνότητα αυτής τής πηγής της παγωμένης.

Στη λάμψη του ήλιου πού δύει το νήμα του νερού είμαι,

κι αφήνοντας τη σκέψη μου ως το σπίτι μου να πετάξη

τραγουδώ μάταια την ομορφιά της σελήνης ανάμεσα στα νέφη.

Όταν σταματώ εγώ, τα έλατα συνεχίζουν το τραγούδι.

 

Η κοπέλα από το Βου.

Κρασί από αμπέλι,

χρυσές κούπες,

δεκαπεντάχρονο κοράσι από το Βου,

πάνω σε λυγερό άλογο φερμένο.

Τα φρύδια της είναι βαμμένα μαύρα,

τα γοβάκια της είναι από κόκκινο μετάξι.

Τα λόγια της παραπατούν,

μα τραγουδά χαδιάρικα ή φωνή της.

Στο συμπόσιο το πλούσιο

μεθά, στην αγκαλιά μου.

– Πίσω από τις κουρτίνες

που έχουνε χρώμα ιβίσκου,
κοράσι από το Βου,

τι θα σε κάνω;